λανθάνιο

λανθάνιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο La. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού πίνακα των στοιχείων, στην οικογένεια των λανθανιδών, έχει ατομικό αριθμό 57, ατομική μάζα 138,91, είναι στερεό σε θερμοκρασία περιβάλλοντος και είναι γνωστά δύο ισότοπά του, το 139La (99,91%) και το 138La (0,089%). Το λ. βρίσκεται στη φύση σε διάφορα ορυκτά, μεταξύ των οποίων στον κηρίτη, στον μοναζίτη και στον λανθανίτη. Το απομόνωσε το 1839 ο Σουηδός χημικός Καρλ Γκούσταφ Μοζάντερ (1797-1858), ο οποίος το διαχώρισε από το δημήτριο. Το λ. είναι λευκό και ελατό μέταλλο με σημείο τήξης 920°C και σημείο βρασμού 3.469°C· επίσης οξειδώνεται εύκολα. Απαντάται πάντοτε μεταξύ των προϊόντων σχάσης του πλουτωνίου και του ουρανίου. Από τις γνωστές ενώσεις του λ. περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το οξείδιό του, το οποίο εφαρμόζεται στην οπτική για την κατασκευή ειδικών κρυστάλλων για αντικειμενικούς φακούς. Το λ. χρησιμοποιείται για την κατασκευή μεταλλικών κραμάτων και σε ηλεκτρονικές συσκευές. Το υδροξείδιο του λ. είναι μία από τις ισχυρότερες τρισθενείς βάσεις.
* * *
το
χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο La και ατομικό αριθμό 57 που αποτελεί το πρώτο μέρος τής σειράς τών λανθανιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lanthanum < λανθάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γαίες, σπάνιες — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ομάδα δεκατεσσάρων χημικών στοιχείων, με ατομικό αριθμό από 58 μέχρι 71, των οποίων οι χημικές ιδιότητες μοιάζουν και συγγενεύουν πολύ με του λανθανίου (που έδωσε τις σ.γ. και την ονομασία λανθανίδια). Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • λανθανίδες — οι χημ. συνοπτική ονομασία 15 μεταλλικών στοιχείων, που παριστάνονται με το κοινό σύμβολο Ln και ανήκουν στην ΙΙΙb ομάδα τού περιοδικού συστήματος, πρώτο μέλος τή οποίας είναι το λανθάνιο, αλλ. σπάνιες γαίες …   Dictionary of Greek

  • λανθανιδικός — ή, ό χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λανθανίδες («λανθανιδική συστολή» η σταθερή ελάττωση τού μεγέθους τών ατόμων τών σταχείων τής σειράς τών λανθανιδών και τών αντίστοιχων ιόντων τους ανάλογα με την αύξηση τού ατομικού αριθμού από το… …   Dictionary of Greek

  • μιξομέταλλο — το (χημ. μεταλργ.) κράμα που έχει ως βάση το δημήτριο και περιέχει επίσης λανθάνιο καθώς και άλλα μέταλλα τής σειράς τών λανθανιδών …   Dictionary of Greek

  • μοναζίτης — Σπάνιο ορυκτό φωσφορικού δημητρίου, χημικού τύπου CePO4, που ονομάζεται και τουρνερίτης ή εμερίτης. Ανήκει στην ομάδα των φωσφορικών ορυκτών, οι κρύσταλλοί του κρυσταλλώνονται στο μονοκλινές σύστημα και σχηματίζουν συνήθως πλακοειδή σχήματα με… …   Dictionary of Greek

  • σαμάριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sm· ανήκει στην οικογένεια των σπάνιων γαιών, έχει ατομικό αριθμό 62, ατομικό βάρος 150,43 και επτά σταθερά ισότοπα. Το ανακάλυψε, το 1879, ο Πωλ Εμίλ Λεκόκ ντε Μπουασμπωντράν (1838 1912) στο ορυκτό σαμαρσκίτη και το… …   Dictionary of Greek

  • Ζολιό-Κιουρί — (Joliot Curie). Γάλλοι πυρηνικοί φυσικοί, που η φήμη τους συνδέεται κυρίως με την ανακάλυψη της τεχνητής ραδιενέργειας. 1. Ζαν Φρεντερίκ (Παρίσι 1900 – 1958). Σπούδασε στη σχολή φυσικής και εφαρμοσμένης χημείας του Παρισιού με καθηγητή τον Πιερ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”